- υπέρθυρο
- το / ὑπέρθυρον, ΝΑτο ανώφλι πόρτας ή παραθύρουαρχ.γείσο πόρτας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -θυρον (< θύρα), πρβλ. πρό-θυρον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπέρθυρο — το το ανώφλι πόρτας ή παραθύρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
Ορχομενός — I Όνομα τριών μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θυέστη, τον οποίο έσφαξε ο Ατρεύς μαζί με τους αδελφούς Καλαό και Αγλαό. 2. Γιος του Μινύα, γενάρχης των Μινυών, από τον οποίο πήρε την ονομασία της η ομώνυμη πόλη της Βοιωτίας, που ήταν πρωτεύουσα… … Dictionary of Greek
ανώφλι — το (Μ ἀνώφλιον) το επάνω μέρος της πόρτας, φτιαγμένο από ξύλο, πέτρα ή άλλο υλικό, το υπέρθυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. ουσ.) ανώφλιον < άνω + φλιά «παραστάδα θύρας»] … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
καμαρόπορτα — η 1. η πόρτα που έχει τοξοειδές υπέρθυρο, πόρτα με καμάρα 2. παλαιότερη λαϊκή ονομασία τής Πύλης τού Αδριανού στην Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + πόρτα] … Dictionary of Greek
καταλοβεύς — καταλοβεύς, ὁ (Α) γείσο, επιστέγασμα με κλίση προς τα κάτω, τοποθετημένο πάνω από το υπέρθυρο ή τον ορθοστάτη οικοδομήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λοβ εύς (< λοβός), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.] … Dictionary of Greek
μηδείς — μηδεμία, μηδέν, θηλ. και μηδεμιά (ΑΜ μηδείς, μηδεμία, μηδέν, Α και μηθείς, μηθεμία, μηθέν, αιολ. θηλ. μήδεϊα και μηδεΐα, Μ αρσ. και μηδένας) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ένας, κανένας 2. φρ. α) «μηδένα πρὸ τοῡ τέλους μακάριζε» (λόγοι τού Σόλωνος προς… … Dictionary of Greek
ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής … Dictionary of Greek
υπέρθυρος — η, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από την πόρτα 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. υπέρθυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + θυρος (< θύρα), πρβλ. αμφί θυρος] … Dictionary of Greek